νεογέννητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεογέννητος η νεογέννητη το νεογέννητο
      γενική του νεογέννητου της νεογέννητης του νεογέννητου
    αιτιατική τον νεογέννητο τη νεογέννητη το νεογέννητο
     κλητική νεογέννητε νεογέννητη νεογέννητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεογέννητοι οι νεογέννητες τα νεογέννητα
      γενική των νεογέννητων των νεογέννητων των νεογέννητων
    αιτιατική τους νεογέννητους τις νεογέννητες τα νεογέννητα
     κλητική νεογέννητοι νεογέννητες νεογέννητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νεογέννητος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεογέννητος < νεο- + γεννώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.oˈʝe.ni.tos/

Επίθετο

νεογέννητος, -η, -ο

  1. που γεννήθηκε πρόσφατα
  2. (σπάνιο) νεοσύστατος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) νεογέννητο: νεογνό, βρέφος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.