νεολιθικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεολιθικός | η | νεολιθική | το | νεολιθικό |
| γενική | του | νεολιθικού | της | νεολιθικής | του | νεολιθικού |
| αιτιατική | τον | νεολιθικό | τη | νεολιθική | το | νεολιθικό |
| κλητική | νεολιθικέ | νεολιθική | νεολιθικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεολιθικοί | οι | νεολιθικές | τα | νεολιθικά |
| γενική | των | νεολιθικών | των | νεολιθικών | των | νεολιθικών |
| αιτιατική | τους | νεολιθικούς | τις | νεολιθικές | τα | νεολιθικά |
| κλητική | νεολιθικοί | νεολιθικές | νεολιθικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεολιθικός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.