νεοκλασικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεοκλασικός | η | νεοκλασική | το | νεοκλασικό |
| γενική | του | νεοκλασικού | της | νεοκλασικής | του | νεοκλασικού |
| αιτιατική | τον | νεοκλασικό | τη | νεοκλασική | το | νεοκλασικό |
| κλητική | νεοκλασικέ | νεοκλασική | νεοκλασικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεοκλασικοί | οι | νεοκλασικές | τα | νεοκλασικά |
| γενική | των | νεοκλασικών | των | νεοκλασικών | των | νεοκλασικών |
| αιτιατική | τους | νεοκλασικούς | τις | νεοκλασικές | τα | νεοκλασικά |
| κλητική | νεοκλασικοί | νεοκλασικές | νεοκλασικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεοκλασικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
νεοκλασικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.