νέον

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Ne
  • Ατομικός αριθμός : 10
  • Προηγούμενο = F
  • Επόμενο = Na

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

νέον < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική neon < αρχαία ελληνική νέον (αιτιατική ενικού του νέος)

Ουσιαστικό

νέον και νέο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το νέον
      γενική του νέου
    αιτιατική το νέον
     κλητική νέον
όπως «από τα αρχαία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

νέον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του νέος
  2. ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του νέος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.