νέας
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
νέας
θηλυκό
(
ιωνικός τύπος
)
αιτιατική
πληθυντικού
του
νηῦς
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νέας
θηλυκό
γενική
ενικού
του
νέα
αιτιατική
πληθυντικού
του
νέα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.