Νέος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο Νέος η Νέα το Νέο
      γενική του Νέου της Νέας του Νέου
    αιτιατική τον Νέο τη Νέα το Νέο
     κλητική Νέε Νέα Νέο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι Νέοι οι Νέες τα Νέα
      γενική των Νέων των Νέων των Νέων
    αιτιατική τους Νέους τις Νέες τα Νέα
     κλητική Νέοι Νέες Νέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Νέος < νέος με κεφαλαίο αρχικό γράμμα, για χρήση σε τοπωνύμια

Επίθετο

Νέος, Νέα, Νέο

Πολυλεκτικοί όροι

Εκτός από πολλά τοπωνύμια, ειδικές σημασίες για τους όρους:

Κύριο όνομα

Νέος αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Νέου)
  2. μέρος πολυλεκτικού τοπωνύμιου:  δείτε  #Επίθετο

Μεταγραφές

για το επώνυμο

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Νέος < νέος

Κύριο όνομα

Νέος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.