νεοπλατωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεοπλατωνικός | η | νεοπλατωνική | το | νεοπλατωνικό |
| γενική | του | νεοπλατωνικού | της | νεοπλατωνικής | του | νεοπλατωνικού |
| αιτιατική | τον | νεοπλατωνικό | τη | νεοπλατωνική | το | νεοπλατωνικό |
| κλητική | νεοπλατωνικέ | νεοπλατωνική | νεοπλατωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεοπλατωνικοί | οι | νεοπλατωνικές | τα | νεοπλατωνικά |
| γενική | των | νεοπλατωνικών | των | νεοπλατωνικών | των | νεοπλατωνικών |
| αιτιατική | τους | νεοπλατωνικούς | τις | νεοπλατωνικές | τα | νεοπλατωνικά |
| κλητική | νεοπλατωνικοί | νεοπλατωνικές | νεοπλατωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεοπλατωνικός < νεοπλατωνισμός
Μεταφράσεις
νεοπλατωνικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.