νεοδιόριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοδιόριστος η νεοδιόριστη το νεοδιόριστο
      γενική του νεοδιόριστου της νεοδιόριστης του νεοδιόριστου
    αιτιατική τον νεοδιόριστο τη νεοδιόριστη το νεοδιόριστο
     κλητική νεοδιόριστε νεοδιόριστη νεοδιόριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοδιόριστοι οι νεοδιόριστες τα νεοδιόριστα
      γενική των νεοδιόριστων των νεοδιόριστων των νεοδιόριστων
    αιτιατική τους νεοδιόριστους τις νεοδιόριστες τα νεοδιόριστα
     κλητική νεοδιόριστοι νεοδιόριστες νεοδιόριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νεοδιόριστος < νεο- + διορίζω + -τος

Επίθετο

νεοδιόριστος -η -ο

  1. που έχει διοριστεί πρόσφατα, συνήθως σε δημόσια θέση ή στο δημόσιο τομέα
    οι νεοδιόριστοι υπάλληλοι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ο νεοδιόριστος: ο πρόσφατα διορισμένος
    μισθολογική κατάσταση των νεοδιορίστων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.