νεογνό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νεογνό | τα | νεογνά |
| γενική | του | νεογνού | των | νεογνών |
| αιτιατική | το | νεογνό | τα | νεογνά |
| κλητική | νεογνό | νεογνά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεογνό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο για την αρχαία ελληνική νεογνός [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.oˈɣno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ο‐γνό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
νεογνό
|
|
Αναφορές
- νεογνό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.