κόκαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κόκαλο | τα | κόκαλα |
| γενική | του | κόκαλου & κοκάλου |
των | κόκαλων & κοκάλων |
| αιτιατική | το | κόκαλο | τα | κόκαλα |
| κλητική | κόκαλο | κόκαλα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κόκαλο ζώου

ένα κόκαλο για τα παπούτσια
Ετυμολογία
- κόκαλο (ορθογραφική απλοποίηση)[1] < μεσαιωνική ελληνική κόκκαλον < αρχαία ελληνική κόκκαλος (αρσενικό· έγινε ουδέτερο κατά το ὀστοῦν)
Ουσιαστικό
κόκαλο ουδέτερο
Εκφράσεις
- βρέχομαι ως το κόκαλο: γίνομαι μούσκεμα
- περίμενα τους φίλους μου μες στη βροχή και βράχηκα ως το κόκαλο
- γερό κόκαλο: που έχει γερή κράση, υγεία και αντοχή
- είναι γερό κόκαλο αυτός
- κόκαλα έχει;: λέγεται συνήθως όταν αργεί να ψηθεί ο καφές
- μένω κόκαλο: μένω ακίνητος (από έκπληξη, τρόμο, κλπ). - → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
- πετσί και κόκαλο: πάρα πολύ αδύνατος, ισχνός
- φτάνει το μαχαίρι στο κόκαλο: εφαρμόζονται ριζικές λύσεις, διερευνάται μια υπόθεση σε όλες τις λεπτομέρειες ανεξαρτήτως του ποιος θα θιγεί
- ως/μέχρι το κόκαλο: σε πολύ μεγάλο βαθμό, ολοκληρωτικά
- είναι φανατικός Ολυμπιακός· ως το κόκαλο
Παροιμίες
- η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει: λέγεται για τη δύναμη του λόγου
Σύνθετα
Συγγενικά
- κοκάλα
- κοκαλάκι
- κοκαλένιος
- κοκαλιάζω
- κοκαλιάρης
- κοκαλιάρικος
- κοκάλιασμα
- κοκάλινος
- κοκάλωμα
- κοκαλώνω
Μεταφράσεις
μέρος σκελετού
εργαλείο για τα παπούτσια
|
- κόκαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.