ὀστοῦν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ὀστεο-, ὀστοῦ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | ὀστέον > ὀστοῦν | τὰ | ὀστέᾰ > ὀστᾶ | |
| γενική | τοῦ | ὀστέου > ὀστοῦ | τῶν | ὀστέων > ὀστῶν | |
| δοτική | τῷ | ὀστέῳ > ὀστῷ | τοῖς | ὀστέοις > ὀστοῖς | |
| αιτιατική | τὸ | ὀστέον > ὀστοῦν | τὰ | ὀστέᾰ > ὀστᾶ | |
| κλητική ὦ! | ὀστέον > ὀστοῦν | ὀστέᾰ > ὀστᾶ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀστέω > ὀστώ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀστέοιν > ὀστοῖν | |||
| 2η κλίση, ομάδα 'ὀστέον ὀστοῦν', Κατηγορία 'ὀστοῦν' όπως «ὀστοῦν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
ὀστοῦν ουδέτερο
- (ανατομία) αττικός τύπος του ὀστέον, το οστό
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 34.3
- ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ ἧς ἕκαστος ἦν φυλῆς. μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν.
- Τα οστά του κάθε νεκρού είναι στο φέρετρο της φυλής του. Ένα όμως φέρετρο το μεταφέρουν κενό. Είναι των αφανών, εκείνων που τα σώματα δεν βρέθηκαν για περισυλλογή.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ ἧς ἕκαστος ἦν φυλῆς. μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 34.3
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.