μονοκόκαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοκόκαλος η μονοκόκαλη το μονοκόκαλο
      γενική του μονοκόκαλου της μονοκόκαλης του μονοκόκαλου
    αιτιατική τον μονοκόκαλο τη μονοκόκαλη το μονοκόκαλο
     κλητική μονοκόκαλε μονοκόκαλη μονοκόκαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοκόκαλοι οι μονοκόκαλες τα μονοκόκαλα
      γενική των μονοκόκαλων των μονοκόκαλων των μονοκόκαλων
    αιτιατική τους μονοκόκαλους τις μονοκόκαλες τα μονοκόκαλα
     κλητική μονοκόκαλοι μονοκόκαλες μονοκόκαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονοκόκαλος < μονο- + κόκαλ(ο) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.noˈko.ka.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονοκόκαλος

Επίθετο

μονοκόκαλος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει ένα κόκαλο [1]
  2. (συνεκδοχικά) άκαμπτος, δύσκαμπτος [2]
     συνώνυμα: μονοκόμματος, αλύγιστος
  3. (μεταφορικά) που δεν αλλάζει γνώμη [1]
     συνώνυμα: ισχυρογνώμων & στις μεταφορικές σημασίες τους: δύσκαμπτος, αλύγιστος

  • μονοκόκκαλος (μη απλοποιημένη γραφή)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «μονοκόκκαλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.