παπούτσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παπούτσι | τα | παπούτσια |
| γενική | του | παπουτσιού | των | παπουτσιών |
| αιτιατική | το | παπούτσι | τα | παπούτσια |
| κλητική | παπούτσι | παπούτσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κατάστημα πώλησης παπουτσιών
Ετυμολογία
- παπούτσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παπούτσι < τουρκική pabuç < παλαιά τουρκικά پابوج (pâbuc) / پاپوش (pâpûş) < περσική پاپوش (pā-puš) < پا (pâ: πόδι) + پوش (puš) (< پوشیدن (pušidan: καλύπτω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈpu.t͡si/
Ουσιαστικό
παπούτσι ουδέτερο
- (υπόδηση) προστατευτικό κάλυμμα για το πόδι· στο έδαφος ακουμπά η σκληρή σόλα και το τακούνι, ενώ το κάτω μέρος του ποδιού ντύνεται συνήθως ολόκληρο και μέχρι τον αστράγαλο με μαλακό δέρμα ή άλλο υλικό
Εκφράσεις
- (έχω γραμμένο κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια: σε ένδειξη αδιαφορίας
- Η γλώσσα του παπούτσι & το μυαλό κουκούτσι: Αυτός που μιλάει πολύ λέγοντας συνεχώς ανοησίες
Συνώνυμα
Συγγενικά
παροιμίες
- πάρε παπούτσι από τον τόπο σου, κι ας είναι μπαλωμένο:
- ο γάμος με συγχωριανό έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από τον γάμο με ξενομερίτη.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- *παπουτσ* - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.