ζάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζάρι τα ζάρια
      γενική του ζαριού των ζαριών
    αιτιατική το ζάρι τα ζάρια
     κλητική ζάρι ζάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ζάρια

Ετυμολογία

ζάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζάρι(ν) < ἀζάριν / ἀζάριον < αραβική زهر (zahr), εμπρόθετο azzahr (τα ζάρια) από συμπροφορά με το άρθρο στον πληθυντικό και ανασυλλαβισμό ta azar > tazar > ta zar[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈza.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζάρι

Ουσιαστικό

ζάρι ουδέτερο

Εκφράσεις

  • παίζω στα ζάρια κάτι
  • τσιμπάω τα ζάρια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.