kolo

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

kolo < kol + -o

Ουσιαστικό

kolo (eo)


Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
ονομαστική kȍlo kȍla
γενική kȍla kôlā
δοτική kȍlu kȍlima
αιτιατική kȍlo kȍla
κλητική kȍlo kȍla
τοπική kȍlu kȍlima
οργανική kȍlom kȍlima

kolo (hr)


Μπαμπάρα (bm)

Ουσιαστικό

kolo


Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

kolo (cs) ουδέτερο

  1. η ρόδα
  2. το ποδήλατο
  3. ο γύρος (ολοκληρωμένη φάση μιας διαδικασίας)

Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

kolo (fi)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.