σπονδυλωτά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπονδυλωτά < σπονδυλωτός
Ουσιαστικό
σπονδυλωτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η κατηγορία (συνομοταξία) ζώων που έχουν σπονδυλική στήλη· η επιστημονική ονομασία της συνομοταξίας είναι Vertebrata
- τα μέλη της παραπάνω κατηγορίας, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.