μούσκεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μούσκεμα | τα | μουσκέματα |
| γενική | του | μουσκέματος | των | μουσκεμάτων |
| αιτιατική | το | μούσκεμα | τα | μουσκέματα |
| κλητική | μούσκεμα | μουσκέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μούσκεμα < από το ρήμα μουσκεύω
Επίρρημα
μούσκεμα
- που έχει βραχεί πολύ
- με αυτή τη ζέστη γίνεσαι μούσκεμα στον ιδρώτα
- δεν έβαλες καλά την πάνα και το μωρό είναι μούσκεμα
Εκφράσεις
- τα κάνω μούσκεμα: λέγεται όταν κάποιος αποτυγχάνει ή δημιουργεί μπερδεμένες καταστάσεις (κυρίως λόγω κακών χειρισμών)
- πήγα να διορθώσω την κατάσταση αλλά τελικά τα έκανα μούσκεμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.