μούσκεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μούσκεμα τα μουσκέματα
      γενική του μουσκέματος των μουσκεμάτων
    αιτιατική το μούσκεμα τα μουσκέματα
     κλητική μούσκεμα μουσκέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μούσκεμα < από το ρήμα μουσκεύω

Ουσιαστικό

μούσκεμα ουδέτερο

  1. η τοποθέτηση ρούχων σε νερό ώστε να μουλιάσουν
    είναι απαραίτητο το μούσκεμα των ρούχων πριν το πλύσιμο στο χέρι
     συνώνυμα:
    μούσκιο
  2. (οικείο) μεθυσμένος

Μεταφράσεις

 δείτε τις λέξεις μούσκιο και μεθυσμένος

|}

Επίρρημα

μούσκεμα

  1. που έχει βραχεί πολύ
    με αυτή τη ζέστη γίνεσαι μούσκεμα στον ιδρώτα
    δεν έβαλες καλά την πάνα και το μωρό είναι μούσκεμα

Εκφράσεις

  • τα κάνω μούσκεμα: λέγεται όταν κάποιος αποτυγχάνει ή δημιουργεί μπερδεμένες καταστάσεις (κυρίως λόγω κακών χειρισμών)
    πήγα να διορθώσω την κατάσταση αλλά τελικά τα έκανα μούσκεμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.