μένω άγαλμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
μένω άγαλμα
- μένω ακίνητος, αποσβολωμένος, δεν ξέρω τι να κάνω, τι να πω (από μεγάλη έκπληξη, χαρά, συγκίνηση)
Συνώνυμα
- μένω κόκαλο
- μένω με το στόμα ανοιχτό
- μένω ξερός
- μένω σέκος
- μένω σαν στήλη άλατος
- πέφτω απ' τα σύννεφα
- χάνω τη μιλιά μου
- χάνω τη λαλιά μου
(για δυσάρεστη έκπληξη) εκφράσεις στο
- κεραμίδα, κόλπος, συμφόρηση, ταμπλάς
- μου 'ρχεται ο ουρανός σφοντύλι
- πέφτω απ' τα σύννεφα
Μεταφράσεις
μένω άγαλμα
|
|
Πηγές
- άγαλμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.