απλοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απλοποίηση οι απλοποιήσεις
      γενική της απλοποίησης* των απλοποιήσεων
    αιτιατική την απλοποίηση τις απλοποιήσεις
     κλητική απλοποίηση απλοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απλοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απλοποίηση < απλοποιώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική simplification)

Ουσιαστικό

απλοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.