κέρατο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κέρατο | τα | κέρατα |
| γενική | του | κέρατου | των | κέρατων |
| αιτιατική | το | κέρατο | τα | κέρατα |
| κλητική | κέρατο | κέρατα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κέρατο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κέρατον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κέρας, από το θέμα του πληθυντικού κέρατ-α[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈce.ɾa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κέ‐ρα‐το
Ουσιαστικό

Δύο κέρατα.
κέρατο ουδέτερο
- σκληρή έκφυση που μεγαλώνει στο κεφάλι ορισμένων θηλαστικών, συνήθως σε ζευγάρι
- (μεταφορικά) η μοιχεία
- (μεταφορικά) εκνευριστικό αντικείμενο, εξόγκωμα ή άτομο
- ↪ βγήκε πάλι αυτό το κέρατο στο μάτι μου και με ενοχλούσε
- ↪ μου 'βαλε αυτό το κέρατο στο χολ και έκλεισε όλο το διάδρομο
Εκφράσεις
- βάζω κέρατα σε κάποιον
- και στου βοδιού το κέρατο να κρυφτείς...
- κέρατο βερνικωμένο
- μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα
- πέφτει κέρατο
- πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα
- πιπεριά κέρατο
- στου δια(β)όλου το κέρατο, → δείτε την έκφραση: στου δια(β)όλου τη μάνα
- το κέρατο πάει σύννεφο!
- το κέρατό μου, το κέρατό μου το τράγιο: ήπιας μορφής βρισιά σε περίπτωση εκνευρισμού
- το κέρατό μου μέσα
- τα κέρατά μου/του: πολύ μεγάλη ποσότητα από κάτι
- ↪ από την ώρα που ήρθε έχει πιει τα κέρατά του
- του/της τα φοράω (εννοείται τα κέρατα)
- τρώει κέρατο
- φοράω τα κέρατα σε κάποιον
Συγγενικά
- ακέρατος
- κερατάκι
- κερατάς
- κερατένιος
- κερατιάτικος
- κερατιάτικα
- κερατίνη
- κεράτινος
- κερατοειδής
- κερατούκλης
- κεράτωμα
- κερατώνω
Σύνθετα
- κερατο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κερατο- στο Βικιλεξικό
και
Μεταφράσεις
κέρατο
|
Αναφορές
- κέρατο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.