ραχοκοκαλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ραχοκοκαλιά | οι | ραχοκοκαλιές |
| γενική | της | ραχοκοκαλιάς | των | ραχοκοκαλιών |
| αιτιατική | τη | ραχοκοκαλιά | τις | ραχοκοκαλιές |
| κλητική | ραχοκοκαλιά | ραχοκοκαλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.png.webp)
οπίσθια και πλάγια όψη της ανθρώπινης ραχοκοκαλιάς
Ουσιαστικό
ραχοκοκαλιά θηλυκό
- (ανατομία) η σπονδυλική στήλη
- ο κεντρικός άξονας στον οποίο στηρίζεται μία δομή
- κεντρικό ή ραχιαίο νεύρο σπαθιού ή μαχαιριού (δεν έχουν όλες οι λεπίδες νεύρο, -α)
- μία σύνθετη δημιουργία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.