ισχνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισχνός | η | ισχνή | το | ισχνό |
| γενική | του | ισχνού | της | ισχνής | του | ισχνού |
| αιτιατική | τον | ισχνό | την | ισχνή | το | ισχνό |
| κλητική | ισχνέ | ισχνή | ισχνό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισχνοί | οι | ισχνές | τα | ισχνά |
| γενική | των | ισχνών | των | ισχνών | των | ισχνών |
| αιτιατική | τους | ισχνούς | τις | ισχνές | τα | ισχνά |
| κλητική | ισχνοί | ισχνές | ισχνά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ισχνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσχνός[1]
Επίθετο
ισχνός, -ή, -ό
Εκφράσεις
- περίοδος ισχνών αγελάδων : περίοδος φτώχειας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ισχνός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.