σουπιοκόκαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουπιοκόκαλο τα σουπιοκόκαλα
      γενική του σουπιοκόκαλου
& σουπιοκοκάλου
των σουπιοκόκαλων
& σουπιοκοκάλων
    αιτιατική το σουπιοκόκαλο τα σουπιοκόκαλα
     κλητική σουπιοκόκαλο σουπιοκόκαλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σουπιοκόκαλα των ειδών Sepia simoniana (πάνω) και Sepiella cyanea (κάτω), του δυτικού - νοτιοδυτικού Ινδικού Ωκεανού.

Ετυμολογία

σουπιοκόκαλο < σουπι(ά) + -ό- + κόκαλο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cuttlebone (cuttlefish bone)

Ουσιαστικό

σουπιοκόκαλο ουδέτερο

  • σουπιοκόκκαλο

Συγγενικά

  • cuttlebone στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.