σουπιοκόκαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σουπιοκόκαλο | τα | σουπιοκόκαλα |
| γενική | του | σουπιοκόκαλου & σουπιοκοκάλου |
των | σουπιοκόκαλων & σουπιοκοκάλων |
| αιτιατική | το | σουπιοκόκαλο | τα | σουπιοκόκαλα |
| κλητική | σουπιοκόκαλο | σουπιοκόκαλα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_(18227752290).jpg.webp)
Σουπιοκόκαλα των ειδών Sepia simoniana (πάνω) και Sepiella cyanea (κάτω), του δυτικού - νοτιοδυτικού Ινδικού Ωκεανού.
Ετυμολογία
- σουπιοκόκαλο < σουπι(ά) + -ό- + κόκαλο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cuttlebone (cuttlefish bone)
- σουπιοκόκκαλο
-
cuttlebone στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.