ραχοκόκαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραχοκόκαλο τα ραχοκόκαλα
      γενική του ραχοκόκαλου των ραχοκόκαλων
    αιτιατική το ραχοκόκαλο τα ραχοκόκαλα
     κλητική ραχοκόκαλο ραχοκόκαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραχοκόκαλο < ράχη + -ο- + κόκαλο

Ουσιαστικό

ραχοκόκαλο ουδέτερο

  1. (ανατομία) οστό της σπονδυλική στήλη
     συνώνυμα: σπόνδυλος
  2. (ανατομία) (κατ’ επέκταση) η σπονδυλική στήλη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.