χοντροκόκαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντροκόκαλος η χοντροκόκαλη το χοντροκόκαλο
      γενική του χοντροκόκαλου της χοντροκόκαλης του χοντροκόκαλου
    αιτιατική τον χοντροκόκαλο τη χοντροκόκαλη το χοντροκόκαλο
     κλητική χοντροκόκαλε χοντροκόκαλη χοντροκόκαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντροκόκαλοι οι χοντροκόκαλες τα χοντροκόκαλα
      γενική των χοντροκόκαλων των χοντροκόκαλων των χοντροκόκαλων
    αιτιατική τους χοντροκόκαλους τις χοντροκόκαλες τα χοντροκόκαλα
     κλητική χοντροκόκαλοι χοντροκόκαλες χοντροκόκαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χοντροκόκαλος < χοντρός + κόκαλο

Επίθετο

χοντροκόκαλος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.