αδύνατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδύνατος | η | αδύνατη | το | αδύνατο |
| γενική | του | αδύνατου | της | αδύνατης | του | αδύνατου |
| αιτιατική | τον | αδύνατο | την | αδύνατη | το | αδύνατο |
| κλητική | αδύνατε | αδύνατη | αδύνατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδύνατοι | οι | αδύνατες | τα | αδύνατα |
| γενική | των | αδύνατων | των | αδύνατων | των | αδύνατων |
| αιτιατική | τους | αδύνατους | τις | αδύνατες | τα | αδύνατα |
| κλητική | αδύνατοι | αδύνατες | αδύνατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδύνατος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀδύνατος < ἀ- στερητικό + δυνατός
Επίθετο
αδύνατος, -η, -ο(ν)
- που δεν μπορεί να γίνει, να συμβεί, να επιτευχθεί
- ο λεπτός
- που δεν έχει μεγάλη δύναμη ή δεν είναι ανθεκτικός ή έχει μεγάλη ικανότητα σε κάτι
- που δεν έχει μεγάλη οικονομική δυνατότητα
- (ουσιαστικοποιημένο, με κατεβασμένο τόνο στη γενική ενικού-πληθυντικού και στην αιτιατική πληθυντικού)
- η κυβέρνηση δεν πρέπει να παρεμβαίνει στις φυσικές διεργασίες της εξέλιξης στην κοινωνία χρηματοδοτώντας και προστατεύοντας τους φτωχούς και αδυνάτους (από το άρθρο της Βικιπαίδειας Κοινωνικός_Δαρβινισμός)
- (ουσιαστικοποιημένο, με κατεβασμένο τόνο στη γενική ενικού-πληθυντικού και στην αιτιατική πληθυντικού)
- (γραμματική) που δεν τονίζεται, αλλά συνεκφέρεται με άλλη λέξη
- αδύνατο / αδύνατον
Μεταφράσεις
δεν μπορεί να γίνει
όρος της γραμματικής
|
|
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
αδύνατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.