κοκάλινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοκάλινος η κοκάλινη το κοκάλινο
      γενική του κοκάλινου της κοκάλινης του κοκάλινου
    αιτιατική τον κοκάλινο την κοκάλινη το κοκάλινο
     κλητική κοκάλινε κοκάλινη κοκάλινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοκάλινοι οι κοκάλινες τα κοκάλινα
      γενική των κοκάλινων των κοκάλινων των κοκάλινων
    αιτιατική τους κοκάλινους τις κοκάλινες τα κοκάλινα
     κλητική κοκάλινοι κοκάλινες κοκάλινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοκάλινος < κόκαλο

Επίθετο

κοκάλινος -η -ο

  • που είναι κατασκευασμένος από κόκαλο
    γυαλιά με κοκάλινο σκελετό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.