ελευθεροστομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελευθεροστομία οι ελευθεροστομίες
      γενική της ελευθεροστομίας των ελευθεροστομιών
    αιτιατική την ελευθεροστομία τις ελευθεροστομίες
     κλητική ελευθεροστομία ελευθεροστομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελευθεροστομία < (ελληνιστική κοινή) ἐλευθεροστομία

Ουσιαστικό

ελευθεροστομία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ανθρώπου που εκφράζεται με το λόγο χωρίς να υπολογίζει το κοινωνικώς αποδεκτό
  2. η παρρησία στη διατύπωση της προσωπικής άποψης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.