ελεύθερα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελεύθερα < ελεύθερος
Επίρρημα
ελεύθερα
- με ελευθερία, χωρίς καταναγκασμό
- είναι άνθρωπος που σκέφτεται ελεύθερα, χωρίς δογματισμό ή προκαταλήψεις
- με αυτά τα στενά ρούχα δεν μπορώ να περπατήσω ελεύθερα
- {για ρούχα, υφάσματα) χαλαρά
- ένα μαντίλι έπεφτε ελεύθερα στα μαλλιά της
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.