ελεύθερα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ελεύθερα < ελεύθερος

Επίρρημα

ελεύθερα

  1. με ελευθερία, χωρίς καταναγκασμό
    είναι άνθρωπος που σκέφτεται ελεύθερα, χωρίς δογματισμό ή προκαταλήψεις
    με αυτά τα στενά ρούχα δεν μπορώ να περπατήσω ελεύθερα
  2. {για ρούχα, υφάσματα) χαλαρά
    ένα μαντίλι έπεφτε ελεύθερα στα μαλλιά της

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.