ελευθεριότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελευθεριότητα οι ελευθεριότητες
      γενική της ελευθεριότητας των ελευθεριοτήτων
    αιτιατική την ελευθεριότητα τις ελευθεριότητες
     κλητική ελευθεριότητα ελευθεριότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελευθεριότητα < αρχαία ελληνική ἐλευθεριότης ("γενναιοδωρία") < ἐλευθέριος ("που συμπεριφέρεται σαν ελεύθερος άνθρωπος και όχι δούλος")

Προφορά

ΔΦΑ : /e.le.fθe.ɾiˈo.ti.ta/

Ουσιαστικό

ελευθεριότητα θηλυκό

  1. η μη αυστηρή τήρηση των κανόνων ηθικής, η έλλειψη ηθικών φραγμών, ροπή προς έκλυτο βίο,
    ελευθεριότητα των ηθών
  2. έλλειψη μέτρου, ανεξέλεγκτη ελευθερία
    ο λόγος του είναι οξύς, αριστοφανικός· χαρακτηρίζεται από την ελευθεριότητα της αγοράς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.