ελευθεροκοινωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ελευθεροκοινωνία | οι | ελευθεροκοινωνίες |
| γενική | της | ελευθεροκοινωνίας | των | ελευθεροκοινωνιών |
| αιτιατική | την | ελευθεροκοινωνία | τις | ελευθεροκοινωνίες |
| κλητική | ελευθεροκοινωνία | ελευθεροκοινωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ελευθεροκοινωνία θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.