ελευθεριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελευθεριάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική < ἐλευθέριος < ἐλεύθερος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁lewdʰ- (αυξάνω, αναπτύσσομαι) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική libertiner) [1]
Ρήμα
ελευθεριάζω
- (λόγιο) ενεργώ ή σκέπτομαι με ελευθερία, χωρίς να περιορίζομαι από καθιερωμένα ηθικά πρότυπα
- (ειδικότερα) παραβλέπω τους κανόνες ηθικής που επικρατούν, ζω έκλυτο βίο
Συγγενικά
- ελευθεριάζων
- → δείτε τις λέξεις ελευθέριος και ελεύθερος
Αναφορές
- ελευθεριάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- ελευθεριάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ελευθεριάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.