ελευθεροκοινωνώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελευθεροκοινωνώ < ελευθεροκοινωνία + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ελευθεροκοινωνώ | ελευθεροκοινωνούσα | θα ελευθεροκοινωνώ | να ελευθεροκοινωνώ | ελευθεροκοινωνώντας | |
| β' ενικ. | ελευθεροκοινωνείς | ελευθεροκοινωνούσες | θα ελευθεροκοινωνείς | να ελευθεροκοινωνείς | (ελευθεροκοινώνει) | |
| γ' ενικ. | ελευθεροκοινωνεί | ελευθεροκοινωνούσε | θα ελευθεροκοινωνεί | να ελευθεροκοινωνεί | ||
| α' πληθ. | ελευθεροκοινωνούμε | ελευθεροκοινωνούσαμε | θα ελευθεροκοινωνούμε | να ελευθεροκοινωνούμε | ||
| β' πληθ. | ελευθεροκοινωνείτε | ελευθεροκοινωνούσατε | θα ελευθεροκοινωνείτε | να ελευθεροκοινωνείτε | ελευθεροκοινωνείτε | |
| γ' πληθ. | ελευθεροκοινωνούν(ε) | ελευθεροκοινωνούσαν(ε) | θα ελευθεροκοινωνούν(ε) | να ελευθεροκοινωνούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ελευθεροκοινώνησα | θα ελευθεροκοινωνήσω | να ελευθεροκοινωνήσω | ελευθεροκοινωνήσει | ||
| β' ενικ. | ελευθεροκοινώνησες | θα ελευθεροκοινωνήσεις | να ελευθεροκοινωνήσεις | ελευθεροκοινώνησε | ||
| γ' ενικ. | ελευθεροκοινώνησε | θα ελευθεροκοινωνήσει | να ελευθεροκοινωνήσει | |||
| α' πληθ. | ελευθεροκοινωνήσαμε | θα ελευθεροκοινωνήσουμε | να ελευθεροκοινωνήσουμε | |||
| β' πληθ. | ελευθεροκοινωνήσατε | θα ελευθεροκοινωνήσετε | να ελευθεροκοινωνήσετε | ελευθεροκοινωνήστε | ||
| γ' πληθ. | ελευθεροκοινώνησαν ελευθεροκοινωνήσαν(ε) |
θα ελευθεροκοινωνήσουν(ε) | να ελευθεροκοινωνήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ελευθεροκοινωνήσει | είχα ελευθεροκοινωνήσει | θα έχω ελευθεροκοινωνήσει | να έχω ελευθεροκοινωνήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ελευθεροκοινωνήσει | είχες ελευθεροκοινωνήσει | θα έχεις ελευθεροκοινωνήσει | να έχεις ελευθεροκοινωνήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ελευθεροκοινωνήσει | είχε ελευθεροκοινωνήσει | θα έχει ελευθεροκοινωνήσει | να έχει ελευθεροκοινωνήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ελευθεροκοινωνήσει | είχαμε ελευθεροκοινωνήσει | θα έχουμε ελευθεροκοινωνήσει | να έχουμε ελευθεροκοινωνήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ελευθεροκοινωνήσει | είχατε ελευθεροκοινωνήσει | θα έχετε ελευθεροκοινωνήσει | να έχετε ελευθεροκοινωνήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ελευθεροκοινωνήσει | είχαν ελευθεροκοινωνήσει | θα έχουν ελευθεροκοινωνήσει | να έχουν ελευθεροκοινωνήσει |
| |
Μεταφράσεις
ελευθεροκοινωνώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.