διαθέσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαθέσιμος | η | διαθέσιμη | το | διαθέσιμο |
| γενική | του | διαθέσιμου | της | διαθέσιμης | του | διαθέσιμου |
| αιτιατική | τον | διαθέσιμο | τη | διαθέσιμη | το | διαθέσιμο |
| κλητική | διαθέσιμε | διαθέσιμη | διαθέσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαθέσιμοι | οι | διαθέσιμες | τα | διαθέσιμα |
| γενική | των | διαθέσιμων | των | διαθέσιμων | των | διαθέσιμων |
| αιτιατική | τους | διαθέσιμους | τις | διαθέσιμες | τα | διαθέσιμα |
| κλητική | διαθέσιμοι | διαθέσιμες | διαθέσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαθέσιμος < διατίθεμαι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διαθέσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.