ελευθεροτέκτονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ελευθεροτέκτονας | οι | ελευθεροτέκτονες |
| γενική | του | ελευθεροτέκτονα | των | ελευθεροτεκτόνων |
| αιτιατική | τον | ελευθεροτέκτονα | τους | ελευθεροτέκτονες |
| κλητική | ελευθεροτέκτονα | ελευθεροτέκτονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελευθεροτέκτονας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική freemason, ελεύθερ(ος) + -ο- + τέκτονας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.le.fθe.ɾoˈte.kto.nas/
Συγγενικά
- ελευθεροτεκτονισμός
- ελευθεροτεκτονικός
Συνώνυμα
Αναφορές
- ελευθεροτέκτονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.