λευτεριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λευτεριά | οι | λευτεριές |
| γενική | της | λευτεριάς | των | λευτεριών |
| αιτιατική | τη | λευτεριά | τις | λευτεριές |
| κλητική | λευτεριά | λευτεριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λευτεριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λευτεριά < ἐλευτεριά < ἐλευθερία < αρχαία ελληνική ἐλευθερία
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.fteɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λευ‐τε‐ριά
Ουσιαστικό
λευτεριά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) η ελευθερία
- άλλες μορφές: ελευτεριά, λευτερωμός
Εκφράσεις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- λευτεριά < ἐλευτεριά < ἐλευθερία με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος και ανομοίωση της άρθρωση [fθ] > [ft] [1] < αρχαία ελληνική ἐλευθερία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις λεύτερος και gkm
Αναφορές
- λευτεριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.