αδέσμευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδέσμευτος | η | αδέσμευτη | το | αδέσμευτο |
| γενική | του | αδέσμευτου | της | αδέσμευτης | του | αδέσμευτου |
| αιτιατική | τον | αδέσμευτο | την | αδέσμευτη | το | αδέσμευτο |
| κλητική | αδέσμευτε | αδέσμευτη | αδέσμευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδέσμευτοι | οι | αδέσμευτες | τα | αδέσμευτα |
| γενική | των | αδέσμευτων | των | αδέσμευτων | των | αδέσμευτων |
| αιτιατική | τους | αδέσμευτους | τις | αδέσμευτες | τα | αδέσμευτα |
| κλητική | αδέσμευτοι | αδέσμευτες | αδέσμευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδέσμευτος < ελληνιστική κοινή ἀδέσμευτος
Επίθετο
αδέσμευτος, -η, -ο
- που δεν έχει καμία δέσμευση, που δεν είναι δεσμευμένος
- (ειδικότερα) που δεν είναι ούτε παντρεμένος ούτε αρραβωνιασμένος ούτε έχει κάποιο ερωτικό δεσμό
- (παρωχημένο) (πολιτική) για χώρες που δεν ανήκαν ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.