ειδικότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ειδικότερος | η | ειδικότερη | το | ειδικότερο |
| γενική | του | ειδικότερου | της | ειδικότερης | του | ειδικότερου |
| αιτιατική | τον | ειδικότερο | την | ειδικότερη | το | ειδικότερο |
| κλητική | ειδικότερε | ειδικότερη | ειδικότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ειδικότεροι | οι | ειδικότερες | τα | ειδικότερα |
| γενική | των | ειδικότερων | των | ειδικότερων | των | ειδικότερων |
| αιτιατική | τους | ειδικότερους | τις | ειδικότερες | τα | ειδικότερα |
| κλητική | ειδικότεροι | ειδικότερες | ειδικότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ειδικότερος < ειδικ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του ειδικός. Δείτε και το αρχαίο εἰδικώτερος.
Επίθετο
ειδικότερος, -η, -ο
- που είναι πιο ειδικός, που οδηγεί από κάτι γενικότερο, σε ένα πιο μικρό υποσύνολο, σε κάτι πιο συγκεκριμένο, πιο εξειδικευμένο, πιο σαφές, πιο λεπτομερές, πιο εντοπισμένο
- συγκριτικός βαθμός που δε χρησιμοποιείται πάντα κυριολεκτικά, αλλά και όταν κάποιος υπαινίσσεται ευγενικά πως ο συνομιλητής του δεν του λέει τα πάντα ανοιχτά και ειλικρινά
- Σας απασχολεί μήπως κάτι ειδικότερο; (δηλαδή, πάμε και στην ουσία, στο συγκεκριμένο πρόβλημα που κατά βάθος σας απασχολεί)
Συγγενικά
- ειδικότερα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
ειδικότερος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.