ελευθεριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελευθεριακός η ελευθεριακή το ελευθεριακό
      γενική του ελευθεριακού της ελευθεριακής του ελευθεριακού
    αιτιατική τον ελευθεριακό την ελευθεριακή το ελευθεριακό
     κλητική ελευθεριακέ ελευθεριακή ελευθεριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελευθεριακοί οι ελευθεριακές τα ελευθεριακά
      γενική των ελευθεριακών των ελευθεριακών των ελευθεριακών
    αιτιατική τους ελευθεριακούς τις ελευθεριακές τα ελευθεριακά
     κλητική ελευθεριακοί ελευθεριακές ελευθεριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελευθεριακός < ελευθερία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

  1. που θεωρεί πρωταρχική αξία την ελευθερία
  2. (πολιτική) που αφορά το ελευθεριακό σοσιαλιστικό κίνημα, αρχές ή φιλοσοφία, ελευθεριακός σοσιαλισμός
      Η πολιτική σκέψη του Παπανδρέου εντάσσεται στην ευρύτερη παράδοση του ελευθεριακού σοσιαλισμού ( libertarian Socialism ) ... Τον Παπανδρέου έχει βαθιά επηρεάσει ο ριζοσπαστικός , αριστερός , ελευθεριακός αμερικανικός τρόπος σκέψης (Νικόλας Κ. Λάος, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου: Ο προοδευτικός στοχαστής, ο πρωτότυπος ακαδημαϊκός εκδόσεις Καστανιώτη, 2004, σελ. 59)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.