ἐλεύθερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐλεύθερος | ἡ | ἐλευθέρᾱ | τὸ | ἐλεύθερον |
| γενική | τοῦ | ἐλευθέρου | τῆς | ἐλευθέρᾱς | τοῦ | ἐλευθέρου |
| δοτική | τῷ | ἐλευθέρῳ | τῇ | ἐλευθέρᾳ | τῷ | ἐλευθέρῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἐλεύθερον | τὴν | ἐλευθέρᾱν | τὸ | ἐλεύθερον |
| κλητική ὦ! | ἐλεύθερε | ἐλευθέρᾱ | ἐλεύθερον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐλεύθεροι | αἱ | ἐλεύθεραι | τὰ | ἐλεύθερᾰ |
| γενική | τῶν | ἐλευθέρων | τῶν | ἐλευθέρων | τῶν | ἐλευθέρων |
| δοτική | τοῖς | ἐλευθέροις | ταῖς | ἐλευθέραις | τοῖς | ἐλευθέροις |
| αιτιατική | τοὺς | ἐλευθέρους | τὰς | ἐλευθέρᾱς | τὰ | ἐλεύθερᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐλεύθεροι | ἐλεύθεραι | ἐλεύθερᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλευθέρω | τὼ | ἐλευθέρᾱ | τὼ | ἐλευθέρω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐλευθέροιν | τοῖν | ἐλευθέραιν | τοῖν | ἐλευθέροιν |
| Μερικές φορές και ως διακατάληκτο -ος, -ος, -ον. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐλεύθερος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁lewdʰ-. Συγγενή: λατινική liber, रोधति (rodhati). Kατ' αυτήν την άποψη, ομόρριζο με το ἐλεύσομαι, μέλλοντα του ἔρχομαι. Συγκρίνετε με: κέλευθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ἐλεύθερος, -α, -ον
Πηγές
- ἐλεύθερος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἐλεύθερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλεύθερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.