φιλελευθερισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φιλελευθερισμός | οι | φιλελευθερισμοί |
| γενική | του | φιλελευθερισμού | των | φιλελευθερισμών |
| αιτιατική | τον | φιλελευθερισμό | τους | φιλελευθερισμούς |
| κλητική | φιλελευθερισμέ | φιλελευθερισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλελευθερισμός < φιλελεύθερ(ος) + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική liberalism) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.le.le.fθe.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λε‐λευ‐θε‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
φιλελευθερισμός αρσενικό
- ηθική και φιλοσοφική θεωρία που αναζητεί για τον καθένα την ελευθερία γνώμης κι έκφρασης σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, ιδεολογικό αλλά και ατομικό επίπεδο
- (πολιτική) πολιτική θεωρία κατά την οποία οι πολίτες πρέπει να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερη ελευθερία και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία απέναντι στο κράτος και την κυβέρνηση, προστατεύονται τα δικαιώματα του πολίτη, των μειοψηφιών κ.λπ.
- (οικονομία) οικονομική θεωρία που αντιτίθεται στη θεωρία του σοσιαλισμού αλλά και του προστατευτισμού και πρεσβεύει ότι η αγορά και οι οικονομικές δυνάμεις πρέπει να διαθέτουν ελευθερία στη λειτουργία τους κι ότι το κράτος μπορεί απλώς να ορίζει το πλαίσιο του οικονομικού ανταγωνισμού και τις κοινωνικές υπηρεσίες
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις φιλελεύθερος, φίλος και ελευθερία
Μεταφράσεις
φιλελευθερισμός
Αναφορές
- φιλελευθερισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.