δεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεμένος | η | δεμένη | το | δεμένο |
| γενική | του | δεμένου | της | δεμένης | του | δεμένου |
| αιτιατική | τον | δεμένο | τη | δεμένη | το | δεμένο |
| κλητική | δεμένε | δεμένη | δεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεμένοι | οι | δεμένες | τα | δεμένα |
| γενική | των | δεμένων | των | δεμένων | των | δεμένων |
| αιτιατική | τους | δεμένους | τις | δεμένες | τα | δεμένα |
| κλητική | δεμένοι | δεμένες | δεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δένω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðeˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐μέ‐νος
Μετοχή
δεμένος, -η, -ο
- που τον έχουν δέσει
- (μεταφορικά) που έχει εσωτερική συνοχή
- ↪ το κείμενό του είναι καλογραμμένο, δεμένο, χωρίς πλατειασμούς
- (τυπογραφία)
- που έχει βιβλιοδετηθεί
- (ειδικότερα) που έχει βιβλιοδετηθεί με σκληρό εξώφυλλο
- ※ Το είχε τοποθετημένο στη μέση της βιβλιοθήκης ακριβώς, απάνω σ' ένα χοντρό δεμένο λεξικό. (Ναπολέων Λαπαθιώτης Το κρανίο [διήγημα])
- παλιότερη μορφή: δεδεμένος
Σύνθετα
με δεμένος και δεδεμένος [1]
- αγκυροδεμένος
- αεροδεμένος
- αλυσοδεμένος
- ανασυνδεδεμένος
- αποσυνδεδεμένος
- αποσυνδεμένος
- αργυροδεμένος
- ασημοδεμένος
- ατσαλοδεμένος
- αχτινοδεμένος
- βραχοδεμένος
- γεροδεμένος
- δερματοδεμένος
- διπλοδεμένος
- ζωδεμένος
- καλοδεμένος
- κακοδεμένος
- καρποδεμένος
- κεφαλοδεμένος
- κομποδεμένος
- κοντοδεμένος
- λουσοδεμένος
- λυτοδεμένος
- μαντιλοδεμένος
- μαυροδεμένος
- μισοδεμένος
- μοιροδεμένος
- νευροδεμένος
- νοστιμοδεμένος
- νυχτοδεμένος
- ξανασυνδεδεμένος
- ξεδεμένος
- ομορφοδεμένος
- παλουκοδεμένος
- περιδεδεμένος
- περιδεμένος
- πετσοδεμένος
- πισταγκωδεμένος
- προσδεμένος
- ριζοδεμένος
- σιδεροδεμένος
- σκυλοδεμένος
- σκυτοδεμένος
- σμαλτοδεμένος
- σταυροδεμένος
- στεριοδεμένος
- στιβανοδεμένος
- στρογγυλοδεμένος
- συνδεδεμένος
- συνδεμένος
- σφιχταλυσοδεμένος
- σφιχτοδεμένος
- τυφλοδεμένος
- φακιοδεμένος
- χαρτοδεμένος
- χειροδεμένος
- χεροδεμένος
- χοντροδεμένος
- χρυσοδεμένος
- ψυχοδεμένος
Αναφορές
- λήγουν σε -δεμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
ΣτΕ: η σήμανση «Ε» αφορά την κλίση.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.