libero

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

libero (en)

  1. λίμπερο (ελεύθερος), θέση παίκτη στο ποδόσφαιρο
  2. λίμπερο (ελεύθερος), θέση παίκτη στη πετοσφαίριση



Γαλικιανά (gl)

Ρήμα

libero (gl)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

libero < λατινική līber

Προφορά

 

Επίθετο

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό libero liberi
θηλυκό libera libere

libero (it) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ελεύθερος

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
libero liberi

libero (it) αρσενικό ή θηλυκό

  1. λίμπερο (ελεύθερος), θέση παίκτη στο ποδόσφαιρο
  2. λίμπερο (ελεύθερος), θέση παίκτη στη πετοσφαίριση

Ρήμα

libero (it)

  1. σε πρώτο πρόσωπο ενικού , δωρεάν



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

libero < liber

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈliː.be.roː/

Ρήμα

libero (la) (līberō1, līberāvī, līberātum, līberāre)

  1. ελευθερώνω

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.