χαλαρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλαρός η χαλαρή το χαλαρό
      γενική του χαλαρού της χαλαρής του χαλαρού
    αιτιατική τον χαλαρό τη χαλαρή το χαλαρό
     κλητική χαλαρέ χαλαρή χαλαρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλαροί οι χαλαρές τα χαλαρά
      γενική των χαλαρών των χαλαρών των χαλαρών
    αιτιατική τους χαλαρούς τις χαλαρές τα χαλαρά
     κλητική χαλαροί χαλαρές χαλαρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαλαρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαλαρός

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.laˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλαρός

Επίθετο

χαλαρός, -ή, -ό

  1. που δεν είναι πολύ τεντωμένος ή σφιχτός
    Του άφησα χαλαρά τα λουριά και ιδού το αποτέλεσμα.
    Ο κόμπος είναι πολύ χαλαρός, κινδυνεύει να λυθεί ανά πάσα στιγμή.
  2. που δεν χαρακτηρίζεται από ένταση ή γρήγορους ρυθμούς ή εκνευρισμό
    χαλαρή συζήτηση, χαλαρές διακοπές
     αντώνυμα: έντονος

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χαλαρός χαλαρᾱ́ τὸ χαλαρόν
      γενική τοῦ χαλαροῦ τῆς χαλαρᾶς τοῦ χαλαροῦ
      δοτική τῷ χαλαρ τῇ χαλαρ τῷ χαλαρ
    αιτιατική τὸν χαλαρόν τὴν χαλαρᾱ́ν τὸ χαλαρόν
     κλητική ! χαλαρέ χαλαρᾱ́ χαλαρόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χαλαροί αἱ χαλαραί τὰ χαλαρᾰ́
      γενική τῶν χαλαρῶν τῶν χαλαρῶν τῶν χαλαρῶν
      δοτική τοῖς χαλαροῖς ταῖς χαλαραῖς τοῖς χαλαροῖς
    αιτιατική τοὺς χαλαρούς τὰς χαλαρᾱ́ς τὰ χαλαρᾰ́
     κλητική ! χαλαροί χαλαραί χαλαρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χαλαρώ τὼ χαλαρᾱ́ τὼ χαλαρώ
      γεν-δοτ τοῖν χαλαροῖν τοῖν χαλαραῖν τοῖν χαλαροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαλαρός < χαλάω / χαλ(ῶ) + -αρός

Επίθετο

χαλαρός, -ά, -όν

  1. χαλαρός
  2. άτονος, χαύνος, θηλυπρεπής

Συγγενικά

  • ἐπιχαλαρός
  • ὁλοχάλαρος
  • ὑποχαλαρός
  • χαλαρότης
  • χαλαρόω
  • Χαλάστρα (πόλη στον Θερμαϊκό)
  • Χαλαστραῖον (υλικό που έπαιρναν από τη λίμνη της Χαλάστρας για να φτιάξουν σαπούνι)

 και δείτε τη λέξη χαλάω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.