free
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- free < παλαιά αγγλική freo < πρωτογερμανική *frijaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *prijos- αγαπητός, αγαπημένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /fri:/
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | free |
| συγκριτικός | freer |
| υπερθετικός | freest |
free (en), συγκριτικός freer, υπερθετικός freest
- ελεύθερος
- μη φυλακισμένος ή υποδουλωμένος
- αποκτήσιμος χωρίς πληρωμή, δωρεάν
- ↪ all drinks are free
- ↪ free of charge
- αβίαστος (ελεύθερος).
- ↪ He was given free rein to do whatever he wanted → λείπει η μετάφραση
- ανεμπόδιστος, χωρίς εμπόδια
- the drain was free
- χωρίς υποχρεώσεις.
- ↪ free time
- (για λογισμικό) με πολύ λίγους περιορισμούς στη διανομή ή τη βελτίωση, σε αντίθεση με το ιδιόκτητο λογισμικό. Βλέπε ελεύθερο λογισμικό.
Πολυλεκτικοί όροι
Ρήμα
| ενεστώτας | free |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | frees |
| αόριστος | freed |
| παθητική μετοχή | freed |
| ενεργητική μετοχή | freeing |
free (en)
- (μεταβατικό) ελευθερώνω· απελευθερώνω· απελευθερώνω από αυτό που περιορίζει, στενοχωρεί, ή καταπιέζει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.