gratuit
Γαλλικά (fr)
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | gratuit | gratuits |
| θηλυκό | gratuite | gratuites |
Επίθετο
gratuit (fr)
- δωρεάν
- Pour deux achats, on reçoit un gratuit. - Για δύο είδη που αγοράζεις, το τρίτο είναι δωρεάν.
- αβάσιμος, αθεμελίωτος, αστήρικτος
- Son accusation était gratuite. - Η κατηγορία του ήταν αβάσιμη.
- παράλογος
- C'est un acte gratuit. - Πρόκειται για μια πράξη παράλογη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.