ελευθερόστομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελευθερόστομος | η | ελευθερόστομη | το | ελευθερόστομο |
| γενική | του | ελευθερόστομου | της | ελευθερόστομης | του | ελευθερόστομου |
| αιτιατική | τον | ελευθερόστομο | την | ελευθερόστομη | το | ελευθερόστομο |
| κλητική | ελευθερόστομε | ελευθερόστομη | ελευθερόστομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελευθερόστομοι | οι | ελευθερόστομες | τα | ελευθερόστομα |
| γενική | των | ελευθερόστομων | των | ελευθερόστομων | των | ελευθερόστομων |
| αιτιατική | τους | ελευθερόστομους | τις | ελευθερόστομες | τα | ελευθερόστομα |
| κλητική | ελευθερόστομοι | ελευθερόστομες | ελευθερόστομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελευθερόστομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλευθερόστομος
Συγγενικά
- ελευθερόστομα (επίρρημα, ἐλευθεροστόμως καθαρεύουσα)
- ελευθεροστομία
- → δείτε τις λέξεις ελεύθερος και στόμα
Μεταφράσεις
ελευθερόστομος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.