καθεστώς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καθεστώς | τα | καθεστώτα |
| γενική | του | καθεστώτος | των | καθεστώτων |
| αιτιατική | το | καθεστώς | τα | καθεστώτα |
| κλητική | καθεστώς | καθεστώτα | ||
| όπως «καθεστώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθεστώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθεστώς (ουδέτερο της μετοχής καθεστώς)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θeˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θε‐στώς
Ουσιαστικό
καθεστώς ουδέτερο
Συγγενικά
- καθεστηκυία
- καθεστωτικός
- → δείτε και τις λέξεις κατάσταση και στάση
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καθεστώς | ἡ | καθεστῶσᾰ | τὸ | καθεστώς (καθεστός) |
| γενική | τοῦ | καθεστῶτος | τῆς | καθεστώσης | τοῦ | καθεστῶτος |
| δοτική | τῷ | καθεστῶτῐ | τῇ | καθεστώσῃ | τῷ | καθεστῶτῐ |
| αιτιατική | τὸν | καθεστῶτᾰ | τὴν | καθεστῶσᾰν | τὸ | καθεστώς (καθεστός) |
| κλητική ὦ! | καθεστώς | καθεστῶσᾰ | καθεστώς (καθεστός) | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | καθεστῶτες | αἱ | καθεστῶσαι | τὰ | καθεστῶτᾰ |
| γενική | τῶν | καθεστώτων | τῶν | καθεστωσῶν | τῶν | καθεστώτων |
| δοτική | τοῖς | καθεστῶσῐ(ν) | ταῖς | καθεστώσαις | τοῖς | καθεστῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | καθεστῶτᾰς | τὰς | καθεστώσᾱς | τὰ | καθεστῶτᾰ |
| κλητική ὦ! | καθεστῶτες | καθεστῶσαι | καθεστῶτᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καθεστῶτε | τὼ | καθεστώσᾱ | τὼ | καθεστῶτε |
| γεν-δοτ | τοῖν | καθεστώτοιν | τοῖν | καθεστώσαιν | τοῖν | καθεστώτοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
καθεστώς, καθεστῶσα, καθεστώς
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (καθέστατον) του ρήματος καθίστημι με παθητική σημασία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- καθεστηκώς (του παρακειμένου καθέστηκα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.