ανύπαντρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανύπαντρος η ανύπαντρη το ανύπαντρο
      γενική του ανύπαντρου της ανύπαντρης του ανύπαντρου
    αιτιατική τον ανύπαντρο την ανύπαντρη το ανύπαντρο
     κλητική ανύπαντρε ανύπαντρη ανύπαντρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανύπαντροι οι ανύπαντρες τα ανύπαντρα
      γενική των ανύπαντρων των ανύπαντρων των ανύπαντρων
    αιτιατική τους ανύπαντρους τις ανύπαντρες τα ανύπαντρα
     κλητική ανύπαντροι ανύπαντρες ανύπαντρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανύπαντρος < αν- + αρχαία ελληνική ὕπανδρος

Επίθετο

ανύπαντρος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.