κατοχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατοχή | οι | κατοχές |
| γενική | της | κατοχής | των | κατοχών |
| αιτιατική | την | κατοχή | τις | κατοχές |
| κλητική | κατοχή | κατοχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατοχή < (ελληνιστική κοινή) κατοχή < κατέχω
Ουσιαστικό
κατοχή θηλυκό
- το να κατέχει κάποιος κάτι, να το έχει δικό του
- καταδικάστηκε για χρήση και κατοχή ναρκωτικών
- η κατάσταση και η χρονική περίοδος κατά την οποία μια χώρα ή τμήμα της έχει καταληφθεί από ξένα στρατεύματα
- η Ελλάδα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε υπό τριπλή κατοχή
- (ειδικότερα) η περίοδος του 1941-1944
- η μεγάλη πείνα της Κατοχής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.