κατοχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατοχή οι κατοχές
      γενική της κατοχής των κατοχών
    αιτιατική την κατοχή τις κατοχές
     κλητική κατοχή κατοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατοχή < (ελληνιστική κοινή) κατοχή < κατέχω

Ουσιαστικό

κατοχή θηλυκό

  1. το να κατέχει κάποιος κάτι, να το έχει δικό του
    καταδικάστηκε για χρήση και κατοχή ναρκωτικών
  2. η κατάσταση και η χρονική περίοδος κατά την οποία μια χώρα ή τμήμα της έχει καταληφθεί από ξένα στρατεύματα
    η Ελλάδα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε υπό τριπλή κατοχή
    • (ειδικότερα) η περίοδος του 1941-1944
    • η μεγάλη πείνα της Κατοχής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.